Monday, September 17, 2007

43. O ορισμός των λέξεων

Όπως κάθε μορφή προϋποθέτει κάποιαν αντίσταση, την οποία ξεπερνώντας ορίζεται ως κάτι ξεχωριστό και αποκτάει τη διακεκριμένη ποιότητά της, έτσι και η μορφή τής κάθε λέξης μπορεί και δια-κρίνεται, (παρέχοντας συνάμα στην κρίση μας τη δυνατότητα να διακρίνει από το φόντο τής ενιαίας πραγματικότητας το πράγμα ή την πράξη που η λέξη ονομάζει), υπερνικώντας την αντίσταση που την εμποδίζει να εκφραστεί. Προβάλλοντας με τη σειρά της αντίσταση σε όποια λέξη την επιβουλεύεται, υπερασπίζεται τη διαφορά της.

Το διαφορικό των λέξεων δίνει στο όχημα του λόγου τη δυναμική του, τη δυναμική η οποία άγει τη δύναμη της σκέψης στο μέγιστο των δυνατοτήτων της.

Αν δεν ορίζαμε μέσω των λέξεων τη διαφορά των πραγμάτων, θα μέναμε κολλημένοι στο φόντο μιας αόριστης ζωγραφιάς, από την οποία δεν θα ξεχώριζε τίποτε, ούτε κι εμείς θα ήμασταν κάτι ξεχωριστό. Θα ζούσαμε ακόμη σε έναν βάλτο πρωτόγονων μορφών σαν αβέβαια αμφίβια.

Η πραγματικότητα είναι ενιαία και η ενότητα είναι το ζητούμενό μας, αλλά χωρίς το έν, δηλαδή χωρίς τη διακεκριμένη μονάδα, είναι αδύνατη η πράξη της ενότητας. Από την άλλη, το έν της μονάδας, όταν δεν εννοείται ως μέρος του ενιαίου και θεωρείται ως όλον καθεαυτό, ξεκόβει από την πραγματικότητα.

Όπως το κάθε τί που υπάρχει χαράσσει την ειδική μορφή του ξεχωρίζοντας το είδος του από την προϋπάρχουσά του αντίσταση, και αποκτάει διάρκεια συστήνοντας το είδος του σε πράξη γένους, (ενωνόμενο με το άλλο τί του), έτσι και η λέξη που το ονομάζει ορίζεται ως προς την αντίσταση που ξεπερνά και ως προς την σύσταση που πορεύεται.

Καθώς οι λέξεις παρακολουθούν τον τρόπο που οργανώνεται η πραγματικότητα, μας δίνουν την εικόνα της και μας δείχνουν πώς να προχωρήσουμε ανάμεσα στα πράγματα φτάνοντας ως εκεί που μπορούν να ονομάσουν.

Τα όρια της κίνησής μας βρίσκονται στα σύνορα του λόγου μας° πέραν αυτών η σκέψη μας μην καταφέρνοντας να διακρίνει κάτι, σταματάει, και η κάθε πράξη αδυνατεί. Στο σκοτάδι δεν μπορούμε να κάνουμε ούτε βήμα και, εφόσον ο λόγος είναι ο τρόπος που το ανθρώπινο ον βλέπει και αναγνωρίζει την πραγματικότητα, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε αν πριν δεν δούμε τη λέξη και δεν γνωρίσουμε τι βρίσκεται μπροστά μας.

Στην περίπτωση που οι ήδη ειπωμένες λέξεις δεν χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τον ορισμό τους, η γνώση μας συγκρατείται πριν από το ήδη γνωστό. Όταν δεν εξαντλούμε τις δυνατότητες των λέξεων, ο λόγος μας όχι μόνο δεν στέκεται στα σύνορα της γνώσης, αλλά υποχωρεί στην ενδοχώρα της προκατάληψης. Ενώ θα έπρεπε κανονικά να πάμε ακόμη πιο μπροστά, ξεπερνώντας την αντίσταση του ήδη ειπωμένου και βρίσκοντας τις νέες λέξεις που θα διευρύνουν τη γνώση μας και θα ωθήσουν την κίνησή μας παρά πέρα, εμείς, ομιλώντας ελλιπώς αυτό που ήδη έχει ειπωθεί, υφιστάμεθα μία επιπλέον έλλειψη, μία έλλειψη που δεν είναι αναγκαία εκ των πραγμάτων.

Οι μέχρι τώρα λέξεις συστηματοποιούν τον μέχρι τις μέρες μας λόγο. Ο τρόπος που συστήνονται έχει να κάνει με την αντίσταση που συναντά η κάθε μια τους στην προσπάθειά της να διακριθεί και ως προς την οποία αντίσταση αυτή πλεονάζει. Όταν τις διαβάζουμε εκτός του συστήματος των αντιστάσεων, χάνουν την ενέργεια της πλεονάζουσας δύναμής τους, και βουλιάζουν στην αοριστία.*

Ορίζοντας τις λέξεις πληρούμε τον ορισμό μας ως το έλλογο ον° συγχέοντας τες μπερδευόμαστε και χάνουμε τον προορισμό μας. Χωρίς τη διαύγεια του λόγου μένουμε καθηλωμένοι σε μία παράλογη έλλειψη, μία έλλειψη που ήδη έχει μιληθεί και γι'αυτό είναι παράλογο να τη δεχόμαστε, αφού, είναι μέσα στις δυνατότητές μας να την ξεπεράσουμε αρκεί να πούμε ξεκάθαρα τις λέξεις που την ονομάζουν.


* Αν, παραδείγματος χάρη, η λέξη "υπερβολή" δεν διαβάζεται ως υπερβάλλουσα της λέξης "αυτοσυγκράτηση", αλλά, αντί να ξεπερνάει την αντίσταση της αυτοσυγκράτησης, μένει κλειστή στον εαυτό της, (δηλαδή, αν διαβάζεται ως "υπερβολή" της "υπερβολής"), τότε στερείται δυναμικής, διότι πολύ απλά η υπερβολή της υπερβολής δεν συνιστά καμία διαφορά, άρα δεν φέρει και καμία επί πλέον δυνατότητα.

Έτσι, όταν λέμε ότι η υπερβολή είναι σημαντική στην ερωτική πράξη, (επειδή οι εραστές πρέπει να υπερβληθούν του εγώ τους για να δώσουν στο εμείς τη δυνατότητα να πραγματοποιηθεί), εννοούμε βέβαια την υπερβολή σε σχέση με την αντιστεκόμενη αυτοσυγκράτηση και όχι σε σχέση με τον εαυτό της, διότι τότε θα ήταν άσχετη ή μάλλον ακατάσχετη και δεν θα κατάφερνε τίποτε.

Με το ίδιο τρόπο ο έρωτας του έρωτα, ο έρωτας δηλαδή που δεν ξεπερνάει αυτό που του αντιστέκεται, σκορπίζει την ενέργεια του σε μία άγονη απροσδιοριστία και δεν παράγει τίποτε. (Ο "ερωτιάρης" διαφέρει του "ερωτικού" ως προς το ότι αναλίσκεται σε έναν αόριστο έρωτα, ενώ ο ερωτικός τον ορίζει συγκεκριμένα στο πρόσωπο που ποθεί και αναμετριέται με τις αντιστάσεις του.)

Το ανάλογο ισχύει με την αυτοσυγκράτηση. Η αυτοσυγκράτηση της αυτοσυγκράτησης, η αυτοσυγκράτηση δηλαδή που δεν αντιστέκεται στην υπερβολή, είναι μία στάση ανόητη και δεν λέει τίποτε° είναι μία άκυρη λέξη.

No comments: